Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική 2010 -2011

Υποβλήθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2010-2011, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της. Η Έκθεση έχει λάβει υπόψη τις οικονομικές εξελίξεις και τα σχετικά στοιχεία έως τις 8 Φεβρουαρίου, όταν άρχισε η εκτύπωσή της.

Ένας χρόνος οικονομικής προσαρμογής: ποιοι κίνδυνοι αποτράπηκαν και τι επιτεύχθηκε. Το κόστος της προσαρμογής  αντανακλά το τίμημα της αδράνειας κατά το παρελθόν.
Συμπληρώνεται σε δυόμισι μήνες ένας χρόνος από την έναρξη εφαρμογής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Tο Πρόγραμμα απέτρεψε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας εξασφαλίζοντας την αναγκαία χρηματοδότηση όταν το κόστος προσφυγής στις αγορές είχε καταστεί απαγορευτικό. Παράλληλα, επέσπευσε την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών που καθυστερούσαν επί δεκαετίες. Αποδεικνύεται έτσι ότι η συμφωνία στήριξης ήταν όχι μόνο σωτήρια στην παρούσα δυσμενή συγκυρία, αλλά και ισχυρή κινητήρια δύναμη για την αλλαγή παρωχημένων δομών. Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο πολύ σημαντική ήταν επίσης και η συνεισφορά της ΕΚΤ, με τη χορήγηση ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, την αγορά ομολόγων και την αποδοχή τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως ενεχύρου, ανεξαρτήτως πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Όσα πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα αυτό είναι όντως σημαντικά:
- Aποτράπηκαν εξελίξεις οι οποίες θα μπορούσαν να καταστούν ανεξέλεγκτες, δημιουργώντας εκρηκτικά προβλήματα στην οικονομία και στην κοινωνία, με πολλαπλάσιο κόστος από αυτό που καλούμαστε να καταβάλουμε σήμερα.
- H χώρα ανέκτησε μέρος της αξιοπιστίας της στο διεθνές περιβάλλον.
- ’Eγιναν τα πρώτα βήματα της μακρόχρονης και επίμονης προσπάθειας που απαιτείται για την τροχιοδρόμηση της οικονομίας  σε νέες, υγιείς βάσεις.
Η μεγάλη αυτή προσπάθεια θα έχει αναμφισβήτητα κόστος, το οποίο όμως αντανακλά το τίμημα της αδράνειας κατά το παρελθόν. Τότε, σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες, οι αναγκαίες αλλαγές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σταδιακά και με πολύ μικρότερες απώλειες. Σήμερα καλούμαστε να καταβάλουμε αυτό το τίμημα μέσα σε αντίξοες συνθήκες και σε περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Οι εξελίξεις στο ΑΕΠ, την απασχόληση, τα εισοδήματα, τον πληθωρισμό και το ισοζύγιο πληρωμών. Οι προοπτικές  για το 2011.
Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι μειώθηκε ελαφρά περισσότερο από 4% το 2010 (μετά από μείωση 2,3% το 2009), ενώ όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι εκθέσεις αξιολόγησης προβλέπουν ότι η ύφεση θα συνεχιστεί και το 2011, με ηπιότερο ρυθμό. Όπως εκτιμάται, το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 3% περίπου το 2011, χωρίς να αποκλείεται μείωση κατά τι μεγαλύτερη. Η ύφεση πλήττει την κατανάλωση και πολύ πιο έντονα τις επενδύσεις. Η αβεβαιότητα, το αυξανόμενο φορολογικό βάρος, η πτώση της ζήτησης και οι χρηματοδοτικές στενότητες οδήγησαν τις επενδύσεις σε μείωση που μπορεί το 2010 να έχει υπερβεί το 18%. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι και το 2009 οι επενδύσεις είχαν υποχωρήσει σημαντικά, είναι σαφές ότι έχουν πλέον περιοριστεί αισθητά οι παραγωγικές δυνατότητες -- ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης -- της οικονομίας. Βεβαίως, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον, καθώς θα αποδίδουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα ενισχύεται η αξιοπιστία της χώρας -- συντελώντας, μεταξύ άλλων, στην εισροή ξένων επενδύσεων.
Η ύφεση είχε άμεσες και έντονες επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανεργία. Η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, που σημαίνει απώλεια 100.000 θέσεων εργασίας. Η μείωση των θέσεων εργασίας συνετέλεσε σημαντικά και στην άνοδο του αριθμού των ανέργων. Η ανεργία εκτιμάται ότι το 2010 ξεπέρασε το 12,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ η τάση της αναμένεται να είναι σαφώς αυξητική και το 2011.
Μείωση παρουσιάζουν και τα εισοδήματα. Οι πραγματικές μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 9% το 2010 και προβλέπεται ότι θα μειωθούν σχεδόν κατά 5% το 2011, ενώ μπορεί να σταθεροποιηθούν το 2012. Η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων το 2010 αντανακλά και την επιτάχυνση του πληθωρισμού στο 4,7%, η οποία οφειλόταν κυρίως στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας, αλλά και στην ταχεία άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Το 2011, ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά και θα διαμορφωθεί γύρω στο 2,2%, ενώ το μέσο επίπεδο του πυρήνα του πληθωρισμού προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 1%.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλαδος) ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την αισθητή μείωσή του το 2009 λόγω της ύφεσης, εκτιμάται ότι μειώθηκε μόνο οριακά το 2010. Υπάρχουν όμως και θετικά στοιχεία, όπως η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών το δεύτερο εξάμηνο, η σημαντική υποχώρηση των εισαγωγών αγαθών και η μεγάλη αύξηση των ναυτιλιακών εισπράξεων. Η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών αντανακλά κυρίως την ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης και δευτερευόντως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους το 2010, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί εφέτος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει περαιτέρω το 2011.

Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι θετική, αλλά αποτελεί μόνο την αρχή. Πρέπει τώρα να αντιμετωπιστεί η μεγάλη πρόκληση της εκ βάθρων ανασυγκρότησης του κράτους.
Στον κρίσιμο τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής υπήρξε ορατή πρόοδος. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού περιορίστηκε στο 8,4% του ΑΕΠ, έναντι 13,1% το 2009 (βάσει δημοσιονομικών στοιχείων). Το επίτευγμα ήταν ασφαλώς σημαντικό, αλλά αποτελεί μόνο την αρχή. Η μείωση του ελλείμματος επιτεύχθηκε κυρίως με μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, όπως περικοπές μισθών και συντάξεων και αύξηση φόρων, χωρίς ουσιαστικές βελτιώσεις στο μέγεθος και την αναποτελεσματική λειτουργία του κράτους, δηλαδή εκεί όπου πρωτογενώς δημιουργούνται και γιγαντώνονται τα ελλείμματα. Οι αναγκαίες παρεμβάσεις στον τομέα αυτό πρέπει να είναι ριζικές, μακρόπνοες και επίμονες για να έχουν μόνιμα θετικά αποτελέσματα στις δαπάνες, οι οποίες πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταθερά. Η συρρίκνωση των ελλειμμάτων και η δημιουργία επαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων είναι εξάλλου το πρώτο και απαραίτητο βήμα για τον αποτελεσματικότερο χειρισμό του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Η δεύτερη, εξίσου καθοριστική, προϋπόθεση  για τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ αλλά και για την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και στη συνέχεια η ανάπτυξη με ταχείς ρυθμούς.

Επαγρύπνηση και ένταση της προσπάθειας επιβάλλουν οι επερχόμενες αλλαγές στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Προσήλωση στην πολιτική δημοσιονομικής σταθεροποίησης τα επόμενα χρόνια επιβάλλουν και οι διαφαινόμενες εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και ιδιαίτερα οι πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης και την εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής  λύσης. Η ΕΕ επιδιώκει σήμερα την αντιμετώπιση του προβλήματος με μια ολοκληρωμένη απάντηση, θεσπίζοντας νέους, αυστηρότερους κανόνες λειτουργίας που θα αποτρέπουν έγκαιρα τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές κρίσεις. Το περιβάλλον που διαμορφώνεται από τις πρωτοβουλίες αυτές, μέσα στο οποίο θα κληθεί να λειτουργήσει και η ελληνική οικονομία, θα απαιτήσει από όλες τις χώρες ένταση των προσπαθειών για την αποκατάσταση συνθηκών οικονομικής σταθερότητας. Το νέο αυτό περιβάλλον θα είναι υποστηρικτικό για τις οικονομίες εκείνες που ακολουθούν με συνέπεια μια πορεία οικονομικής προσαρμογής, αλλά θα δυσχεράνει την κατάσταση για όσες βραδυπορούν. Για την Ελλάδα, οι κυοφορούμενες εξελίξεις στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ είναι σαφές μήνυμα ότι πρέπει να εντείνει την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει. Αν συμβεί αυτό, η ΕΕ θα παραμείνει ουσιαστική αρωγός. Αν όμως δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι η ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή λύση επιτρέπει εφησυχασμό και χαλάρωση των προσπαθειών, θα δημιουργηθούν πρόσθετες δυσχέρειες για την ελληνική οικονομία. 

Το πρώτο σκέλος της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της δυναμικής του χρέους: ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και να στηριχθούν στην ευρεία συναίνεση της κοινωνίας.
Μετά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, η οικονομική πολιτική πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να στραφεί τώρα στην εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους για να μειωθούν οι δαπάνες και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Το έργο αυτό είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερο από τα έκτακτα μέτρα οριζόντιας εφαρμογής, καθώς θα συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις.
Σήμερα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και να στηριχθούν στην ευρεία συναίνεση της κοινωνίας, η οποία κατανοεί ότι το “παλαιό καθεστώς” δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο.
Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί να παρουσιάσει έως το Μάρτιο του 2011 ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης με χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για το μεσοπρόθεσμο περιορισμό του ελλείμματος. Το σχέδιο θα προσδιορίζει τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα (διαρθρωτικής φύσεως), ύψους άνω του 5% του ΑΕΠ, τα οποία θα οδηγήσουν σε μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε 2,6% του ΑΕΠ το 2014. Θα ήταν ιδιαίτερα θετικό αν τελικά επιτυγχανόταν ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια και μείωση του ελλείμματος έως το  2014 μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπεται τώρα. Αυτό είναι εφικτό, αν το σχέδιο μείωσης του ελλείμματος επικεντρωθεί στα ακόλουθα:
Περιορισμό των δαπανών φορέων της γενικής κυβέρνησης, με αναδιαρθρώσεις και δομικές αλλαγές όπως: αναδιάρθρωση των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, παύση λειτουργίας μη αναγκαίων φορέων του δημόσιου τομέα και συγχώνευση άλλων, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με εξορθολογισμό του συστήματος αμοιβών και διαχείρισης  ανθρώπινων πόρων των φορέων της γενικής κυβέρνησης, εξέταση της δυνατότητας για περαιτέρω συγκράτηση των αμυντικών δαπανών.
Βελτίωση της λειτουργίας και ενίσχυση των  δημοσιονομικών θεσμών με έμφαση στην ενίσχυση του ελέγχου των δαπανών, στην αύξηση της διαφάνειας και στη βελτίωση της κατάρτισης του προϋπολογισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η θέσπιση αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων για το ύψος και το ρυθμό μεταβολής βασικών δημοσιονομικών μεγεθών.
Επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, στην οποία μπορεί να συμβάλει η αξιόπιστη καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, και αύξηση των εσόδων από την αξιοποίηση της τελευταίας.
Περιορισμό της φοροδιαφυγής, με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που είναι εφικτή αν υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μηχανοργάνωσης, σε συνδυασμό με την απλοποίηση των κανόνων του φορολογικού συστήματος.

Το δεύτερο σκέλος της στρατηγικής για τη δυναμική του χρέους: επίσπευση της ανάπτυξης. Όσο πιο γρήγορα και σωστά προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει η ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη είναι τη στιγμή αυτή το κύριο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία. Η έξοδος από την ύφεση και η γρήγορη επαναφορά σε θετικούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ αφενός θα περιορίσουν την ένταση των αρνητικών επιπτώσεων στην απασχόληση και στα εισοδήματα και αφετέρου θα διευκολύνουν τη στρατηγική μείωσης του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Η ανάπτυξη όμως είναι το τελικό αποτέλεσμα της συνέργειας πλήθους παραγόντων, που συγκλίνουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και στη δημιουργία περιβάλλοντος ευνοϊκού για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Αντίστοιχα, η αναπτυξιακή πολιτική, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να επενεργεί θετικά σε όλους τους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν αυτό το περιβάλλον. Σήμερα, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη είναι:
Ταχύτερος περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων όχι μόνο για δημοσιονομικούς, αλλά και για αναπτυξιακούς λόγους. Καθώς τα ελλείμματα οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και η χρηματοδότησή τους αφαιρεί από την οικονομία πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα η διόγκωση ενός αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα “εκτοπίζει” την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας το πρώτο και αναγκαίο βήμα για να επανέλθουμε σε ανοδική πορεία. Η σταθεροποίηση είναι αναπτυξιακή πολιτική.
Στοχευμένες επιλογές για την ενίσχυση της ανάπτυξης με βάση ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Εφαρμογή σαρωτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ανατρέψουν παρωχημένες δομές και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν την υλοποίηση μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και την αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές, την άρση των εμποδίων για τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Όσο πιο γρήγορα και σωστά προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει η ανάπτυξη.
Ενεργητικές πολιτικές για την ενίσχυση των επενδύσεων, με την αξιοποίηση των νέων νόμων για τα κίνητρα επενδύσεων και το ΕΤΕΑΝ, ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων μέσω του ΕΣΠΑ και ενθάρρυνση της αποταμίευσης με την κατάλληλη φορολογική πολιτική.

Τραπεζικό σύστημα: το 2011 θα είναι έτος μεγάλων και σύνθετων προκλήσεων και οι τράπεζες επιβάλλεται να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.
Το τραπεζικό σύστημα, όπως όλοι οι τομείς της ελληνικής οικονομίας, δέχθηκε ισχυρές πιέσεις, ως απόρροια των γενικότερων οικονομικών  και δημοσιονομικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν στη χώρα. Η κερδοφορία και η αποδοτικότητα των ελληνικών τραπεζών και ομίλων υποχώρησαν εκ νέου, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επιδεινώθηκε και η ρευστότητα βασίστηκε ουσιαστικά στην άντληση κεφαλαίων από το Ευρωσύστημα. Θετική εξέλιξη αποτέλεσε βεβαίως η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Οι δυσχέρειες αυτές δεν ξεκίνησαν από λανθασμένες επιλογές των ίδιων των τραπεζών. Είναι αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης που προκάλεσε την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η οποία συμπαρέσυρε και τις τράπεζες. Για να αρθούν συνεπώς τα προβλήματα των τραπεζών, πρέπει να εκλείψουν οι παράγοντες που τα δημιούργησαν. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την υποχρέωση των ίδιων των τραπεζών να προχωρήσουν σε συγκεκριμένα βήματα που θα αμβλύνουν τις συνέπειες της δημοσιονομικής κρίσης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το 2011 θα είναι έτος μεγάλων και σύνθετων προκλήσεων. Εφέτος οι τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάγκη για σταδιακή απεξάρτηση από το Ευρωσύστημα όσον αφορά την άντληση ρευστότητας, τον εξορθολογισμό του υποδείγματος επιχειρησιακής λειτουργίας τους και διαχείρισης του λειτουργικού τους κόστους, καθώς και τη σταδιακή προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του νέου διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου.
Η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2011. Περιοριστική επίδραση στη δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό αλλά και τη διάθεση για ανάληψη χρέους από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζει να ασκεί η εξασθένηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των τελευταίων. Από την άλλη πλευρά, αυξητικά αναμένεται να επηρεάσει τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα η πρόσφατη παράταση του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας. Το πώς τελικά θα κινηθεί ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης το τρέχον έτος θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.

Μέχρι στιγμής έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές που πριν από λίγους μήνες θεωρούνταν αδιανόητες. Αυτό δείχνει ότι η ριζική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας είναι εφικτή. Η προσπάθεια είναι δυνατόν να έχει θετικά αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά όμως, πολλές αλλαγές προσκρούουν σε αγκυλώσεις και αντιδράσεις που δυσχεραίνουν σημαντικά τις προσπάθειες.
Η δημοσιονομική προσαρμογή έχει κάνει θετική εκκίνηση, προσεγγίζοντας τους στόχους που είχαν τεθεί για το 2010. Ειδικότερα, επιτεύχθηκαν οι στόχοι για το ταμειακό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, ενώ ο αρχικός στόχος για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης δεν επιτεύχθηκε, τόσο λόγω της αναταξινόμησης ορισμένων δημόσιων επιχειρήσεων όσο και λόγω της υστέρησης των εσόδων. Τώρα η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες και να υπερακοντίσει τις προβλέψεις για να επιτύχει το συντομότερο δυνατόν υψηλά και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα. Κλειδί για την επιτυχία είναι η ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν το κόστος λειτουργίας του, θα αυξήσουν την αποτελεσματικότητά του και θα διαμορφώσουν ένα θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον που θα ενισχύει την ανάπτυξη.
Μέχρι στιγμής έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές που πριν από λίγους μήνες θεωρούνταν αδιανόητες. Αυτό δείχνει ότι η ριζική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας είναι εφικτή. Η προσπάθεια είναι δυνατόν να έχει θετικά αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά όμως, πολλές αλλαγές προσκρούουν σε αγκυλώσεις και αντιδράσεις που δυσχεραίνουν σημαντικά τις προσπάθειες. Η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση του Διοικητή τον Απρίλιο του 2010 είχε επισημάνει ότι η ελληνική κρίση οφείλεται και σε νοοτροπίες και πρακτικές που επικράτησαν επί δεκαετίες στη χώρα και οδήγησαν τελικά σε αδιέξοδο. Και χαρακτηριστικά συμπλήρωνε: “Δεν μπορούμε να πορευθούμε στο μέλλον με τις συνταγές του παρελθόντος, δηλαδή με επιλεκτική και κατά το δοκούν εφαρμογή των θεσμών και των νόμων, με μετάθεση των ευθυνών στους άλλους, με άρνηση κάθε προσπάθειας για οικοδόμηση συναίνεσης, με ιδεοληπτικές ερμηνείες της πραγματικότητας, με την απαίτηση διατήρησης κεκτημένων που αντιστρατεύονται το συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολό της.”
Αρκετά από τα ανωτέρω επιβιώνουν και σήμερα σε μέρος της κοινωνίας και πυροδοτούν άρνηση, πεισματική υπεράσπιση συμφερόντων και ψευδαισθήσεις ότι η κατάσταση θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον χωρίς καμία αλλαγή. Παράλληλα, δίνεται η εντύπωση ότι τα εξαγγελλόμενα και εφαρμοζόμενα μέτρα επιβάλλονται απλώς από το Μνημόνιο και όχι από την ίδια την αντικειμενική κατάσταση της οικονομίας.
Το κλίμα αυτό πρέπει να αλλάξει και να δημιουργηθεί ένα ρεύμα ενεργητικής κατάφασης, συμμετοχής και στήριξης της προσπάθειας για τη δημιουργία μιας σύγχρονης Ελλάδας με θετικές προοπτικές. Για να γίνει αυτό, προϋπόθεση είναι να περιγραφεί το πρόβλημα με σαφήνεια, χωρίς ωραιοποιήσεις και υπεκφυγές, να προβληθούν τα πραγματικά δεδομένα, οι λόγοι που μας οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, η αναγκαιότητα των αλλαγών, ο πολυετής χαρακτήρας της προσπάθειας που έχει ξεκινήσει και, βεβαίως, το προσδοκώμενο αποτέλεσμα – δηλαδή τα οφέλη σε σύγκριση με το κόστος.
Αναγκαίο επίσης είναι:
• Να συνειδητοποιηθεί ευρύτερα ότι είναι αδύνατον να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο που πορευθήκαμε στο παρελθόν. Σήμερα πρέπει, αντίθετα, να διορθωθούν λάθη δεκαετιών μέσα σε λίγα χρόνια. Αυτό επιβάλλει σοβαρό τίμημα, το οποίο βεβαίως πρέπει να επιμεριστεί δίκαια στην κοινωνία.
• Να γίνει κατανοητό ότι οι αλλαγές δεν επιβάλλονται από το Μνημόνιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας μεγάλης πορείας ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία αυτή θα είναι μακρά και  σήμερα βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Για να υπάρξει επιτυχής έκβαση, απαιτούνται αποφασιστικότητα, διαχειριστική εγρήγορση, μακροχρόνια στόχευση και προσήλωση στις επιδιώξεις.
• Να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα φαινόμενα άρνησης, που δημιουργούν ρήγμα στο κράτος δικαίου και, αν γενικευθούν, θα υπονομεύσουν την κοινωνική συνοχή και την οικονομική πρόοδο.
• Να αναδειχθεί, με όσο το δυνατόν πιο σαφή τρόπο, ο τελικός στόχος, που είναι η ανάπτυξη και η κοινωνική ευημερία μέσα σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

*
Tο πλήρες κείμενο της Έκθεσης είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος: