Το 1910 οι καρβουνιάρηδες της Χάβρης ξεκινούν «απεργία επ’αόριστον», ενάντια στην εντεινόμενη αντικατάστασή τους από τις μηχανές και ενάντια στην ακρίβεια, ενώ παράλληλα, ζητούν αυξήσεις μισθού και πληρωμή των υπερωριών τους.
Ο Jules Durand είναι ο γραμματέας του συνδικάτου CGT των καρβουνιαρέων (ΠΡΟΣΟΧΗ: τα αρχικά παραπέμπουν στην συνδικαλιστική παράταξη που πρόσκειται σήμερα στο ΚΚΓ). Ο Durand όμως ήταν αναρχικός, ενώ η CGT μέχρι την οκτωβριανή επανάσταση ήταν αναρχοσυνδικαλιστές.
Ο Durand, ως γραμματέας, κατηγορήθηκε ότι εισηγήθηκε στην συνέλευσή τους και αποφάσισαν την δολοφονία ενός «κίτρινου συνδικαλιστή» (κίτρινοι λέγονται οι συνδικαλιστές που δεν ενοχλούν την εργοδοσία, δείτε περισσότερα στο τέλος της ανάρτησης). Καταδικάστηκε σε θάνατο. Η καταδίκη του έβαλε φωτιά στον εργατόκοσμο όλου του κόσμου, με αποτέλεσμα στις 16 Φεβρουαρίου, ο Γάλλος Πρόεδρος να μετατρέψει την ποινή του σε επταετή κάθειρξη. Το 1918 αθωώθηκε, έπειτα από εξαετή αναψηλάφηση, η αδικία όμως που υπέστη τον ισοπέδωσε, έχασε τα λογικά του και πέθανε το 1926 στο ψυχιατρείο.
Ο Jules Durand υπήρξε θύμα εργοδοτικής σκευωρίας και της ταξικής δικαιοσύνης.
Το πλαίσιο
Από τις αρχές του 1910, οι καρβουνιάρηδες της Χάβρης, που φόρτωναν και ξεφόρτωναν κάρβουνο στις αποθήκες των πλοίων, έχουν όλο και λιγότερη δουλειά. Είναι 700-800 τακτικά εργαζόμενοι, στους οποίους προστίθενται άλλοι τόσοι ‘περαστικοί’, εργάτες που πάνε για κανα-δυό μεροκάματα, χωρίς να έχουν την πρόθεση να δουλέψουν κανονικά. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους τακτικούς δουλεύουν τρεις μέρες τη βδομάδα. Προσλαμβάνονται με τη μέρα και πληρώνονται μεροκάματο σύμφωνα με την απόδοσή τους. Στην καλύτερη περίπτωση κερδίζουν 4-4,5 φράγκα τη μέρα για μια δουλειά εξαντλητική, μέσα στην καρβουνόσκονη και ζουν σε εφιαλτικές συνθήκες: μέσα σε ανθυγιεινά παραπήγματα, όπου η φυματίωση και ο αλκοολισμός θερίζουν (εκτιμάται ότι 90% των καρβουνιάρηδων είναι αλκοολικοί). Πρόκειται για ένα απομονωμένο και φθίνον υπο-προλεταριάτο.
Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1909, στο συνέδριο της CGT είχαν επικρατήσει οι επαναστάτες, που ήταν αντίθετοι με οποιοδήποτε συμβιβασμό με το κράτος και την εργοδοσία. Η CGT είναι υπέρ των γενικευμένων απεργιών, ενώ οργανώνει 1000 απεργίες κάθε χρόνο. Ο Durand και η ομάδα του καταφέρνουν να οργανώσουν την συντεχνία: τρεις μήνες αργότερα υπάρχουν μεταξύ των τακτικών εργατών 400 εγγεγραμμένα μέλη.
Εκβιασμοί και προκλήσεις
Αρχές Αυγούστου του 1910, η κατάσταση για τους καρβουνιάρηδες χειροτερεύει. Ήδη από το 1909, η εργοδοσία είχε φέρει εγκάθετους, που αντικαθιστούσαν μια ντουζίνα εργάτες. Επιπλέον, το 1910, τοποθέτησαν μια πλωτή γέφυρα, την Tancarville, με σύστημα αλυσσίδας βαγονέττων, με αποτέλεσμα να βγουν εκτός δουλειάς 150 εργάτες. (Σήμερα υπάρχει εκεί η ομώνυμη κρεμαστή γέφυρα).
Οι διεκδικήσεις τους είναι πολλές: αύξηση μισθών, μείωση του χρόνου εργασίας, εγγυήσεις ασφάλειας της εργασίας, εγκατάσταση ντους στις αποβάθρες, κατάργηση των συσσιτίων…[σ.σ. επειδή πήρα κάποια email σχετικά με το αίτημα κατάργησης των συσσιτίων -και επειδή και μένα με παραξένεψε και το έψαξα πολύ: συμπέρανα ότι ζητούσαν κατάργηση : α).- για να έχουν καλύτερο μεροκάματο. β).- επειδή το συσσίτιο ήταν υποχρεωτικό. γ).- επειδή το γεύμα το πλήρωναν, δεν ήταν δωρεάν: το πλήρωναν συνήθως μισό φράγκο, αλλά και κάποτε ένα. Υποθέτω ότι αυτό που έπαιρναν, δεν ήταν αυτό που πλήρωναν: μάλλον οι εργοδότες έβγαζαν κι από πάνω. δ).- Τέλος, μισό ή ένα φράγκο σε 4,5 φράγκα μεροκάματο ήταν πράγματι υπέρογκο! ] Παρά τους δισταγμούς (το νεαρό συνδικάτο δεν είχε παρά 5.000 φράγκα στο ταμείο), η απεργία ψηφίστηκε στις 18 Αυγούστου.
Η εργοδοσία αποφασίζει να μεταχειριστεί βία και να διαλύσει το συνδικάτο. Αρνείται κάθε διαπραγμάτευση και πολλαπλασιάζει τις προκλήσεις. Στήνει μία «Αντεπαναστατική Συντεχνιακή Ένωση» για να πολεμήσει τους αναρχοσυνδικαλιστές του «’Χρηματιστηρίου’ της Εργασίας» και να οργανώσει προβοκάτσιες: ‘βαλτοί’ παριστάνουν τους απεργούς και χτυπάνε μη-απεργούς… Η αστυνομία είναι στις αποβάθρες, οι συλλήψεις για παρεμπόδιση της ελευθερίας στην εργασία πολλαπλασιάζονται….
Οι συγκρούσεις με τις ‘αλεπούδες’ πολλαπλασιάζονται, αφού η κατάσταση των απεργών χειροτερεύει ταχύτατα: το ταμείο δεν μπορεί να διαθέσει παρά μισό φράγκο την ημέρα για κάθε εργάτη και την οικογένειά του, ενώ ο Δήμαρχος απαγορεύει τους εράνους για την ενίσχυση των απεργών.
Στις 9 Σεπτεμβρίου, η ‘αλεπού’ Louis Dongé, που είχε δουλέψει στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου συνεχώς, απειλεί (μεθυσμένος) με το ρεβόλβερ του τέσσερις μη συνδικαλισμένους απεργούς, μέσα σε μπιστρό του λιμανιού. Ξεσπάει καυγάς, τον αφοπλίζουν και τον και τον κάνουν “τουλούμι στο ξύλο”. Την επομένη πέθανε στο νοσοκομείο, ενώ οι τέσσερις συνελήφθησαν.
Η εταιρεία Transat «αγοράζει» δέκα καρβουνιάρηδες, μη-απεργούς (ψευδομάρτυρες), σύμφωνα με τις μαρτυρίες των οποίων η δολοφονία της ‘αλεπούς’ Louis Dongé είχε ψηφιστεί στη γενική συνέλευση των απεργών, έπειτα από εισήγηση του ίδιου του Jules Durand, ο οποίος την είχε προμελετήσει και οργανώσει.
Στο λιμάνι γίνεται μια συνοπτική ανάκριση και το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 1910 η αστυνομία συλλαμβάνει στο «σπίτι» τους τον Jules Durand και τους αδελφούς Boyer… όλοι τους μέλη της διοίκησης του Συνδικάτου των Καρβουνιάρηδων. Τους απαγγέλλονται κατηγορίες για «ηθική αυτουργία σε δολοφονία» και φυλακίζονται. Άλλα τρία μέλη του πολιτικού γραφείου του συνδικάτου απολύονται «ως συνεργοί του δολοφόνου Durand».
Συνέλευση κυριών για αρχαιρεσίες στο "Χρηματιστήριο" της Εργασίας στην Troyes, 1900 περίπου (μεγαλώστε την) |
Η σκευωρία προχωρεί
Ο εισαγγελέας, στηριζόμενος ιδιαίτερα και από τους ανωτέρους του, ξεκινάει μια ανάκριση με ‘κατασκευασμένο’ κατηγορητήριο. Οι μάρτυρες υπεράσπισης (μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις) δεν πήραν καν τον λόγο. Ο τύπος λυσσάει εναντίον των συνδικαλιστών. Η CGT οργανώνει την αλληλεγγύη στον Jules Durand, ο Jean Jaurès γράφει στην Humanité. Σε όλη τη διάρκεια της ανάκρισης η χώρα βράζει. Πρόεδρος του Δημοτικού συμβουλίου ήταν τότε ο Aristide Briand, ακτιβιστής του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος του Jules Guesde, υπέρμαχος του επαναστατικού συνδικαλισμού και της γενικής απεργίας. Εν συνεχεία ο Briand γράφτηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Jean Jaurès, και μετά μετέσχε στην κυβέρνηση με (σ.σ. το καλό παιδί) τον επίσης σοσιαλιστή Clémenceau, που έπνιξε στο αίμα και τσάκισε μια σειρά εργατικές και αγροτικές εξεγέρσεις (σ.σ. Ο Clémenceau, ως Υπ. Εσωτερικών, τσάκισε με το στρατό την απεργία στα ανθρακωρυχεία του Pas de Calais την Πρωτομαγιά του 1906, που ξεσηκώθηκαν έπειτα από την καταστροφή στην Courrières, με περισσότερους από 1.000 νεκρούς ανθρακωρύχους, τη χειρότερη στην ιστορία των ορυχείων στην Ευρώπη. Τσάκισε επίσης την απεργία των αγροτικών εργατών στα κτήματα των οινοπαραγωγών στο Languedoc-Roussillon, με αποτέλεσμα τελικά να αποχωρήσει από την SFIO, τον Ιούνιο του 1906, αφού ‘τα είπε έξω από τα δόντια’ στον ηγέτη της Jean Jaurès. Για την λαμπρή αυτή περίοδο, την (και καλά) Bélle Epoque (1879-1914), έχω γράψει και εδώ ένα εκτενές σχόλιο κάτω από τη φωτογραφία του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας Le Petit Parisien). Ήδη, τον Απρίλιο του 1910, ο Briand είχε περάσει έναν νόμο για τις εργατικές και αγροτικές συντάξεις, έχοντας απέναντί του την CGT και την SFIO. Στη συνέχεια αποπειράθηκε να φέρει στη Βουλή ένα νομοσχέδιο «περί κλιμακωτής φορολόγησης του εισοδήματος», το οποίο όμως απέρριψε το Sénat.
Στις 11 Οκτωβρίου 1910, ξεκινάει η απεργία των σιδηροδρομικών σε όλη την Δυτική Γαλλία. Η κυβέρνηση καταγγέλλει «εγκληματική επιχείρηση που στοχεύει την βία, την διασάλευση της τάξης και το σαμποτάζ». Ο Briand σπάει την απεργία, κινητοποιώντας τον στρατό για να αντικαταστήσει τους απεργούς και ταυτόχρονα επιστρατεύει όσους νέους σιδηροδρομικούς ήταν υπόχρεοι θητείας.
Η δίκη
Η δίκη έγινε τον Νοέμβριο του 1910 στη Rouen. Η πολιτική αγωγή τα λέει χοντρά: καταγγέλλει με λύσσα τον Jules Durand και πετυχαίνει, στις 25 Νοεμβρίου την θανατική του καταδίκη.
Οι αδελφοί Boyer απαλλάχθηκαν, ενώ από τους τέσσερις πραγματικούς ενόχους: ο ένας καταδικάστηκε σε 15 χρόνια καταναγκαστικά έργα, οι δύο σε επτά χρόνια και ο άλλος απαλλάχτηκε.
Με την αναγγελία της ετυμηγορίας, ο Jules Durand παθαίνει συγκοπή, και τον παίρνουν σηκωτό. Όταν αργότερα συνέρχεται στο κελί του, του έχουν βάλει ‘ζουρλομανδύα’. Στον προθάλαμο της εκτέλεσης, σε πλήρη απομόνωση, μετακινείται αλυσσοδεμένος και με μαύρη κουκούλα στο κεφάλι.
Οργή και εξέγερση
Στις 28 Νοεμβρίου 1910 και σε ένδειξη αλληλεγγύης, ξεσπάει στη Χάβρη γενική απεργία, που παραλύει όλη την πόλη. Η επιτροπή της συνομοσπονδίας καλεί σε απεργία αλληλεγγύης και καταγγέλλει τις ευθύνες της Compagnie Générale Transatlantique, καθώς και τη στάση της πολιτικής αγωγής. Ο κόσμος θυμάται ακόμη την «υπόθεση Dreyfus», η CGT κολλάει αφίσσες που γράφουν « ό,τι έγινε για τον αξιωματικό Dreyfus πρέπει να γίνει και για τον εργάτη Durand».
Σε διεθνές επίπεδο, η αλληλεγγύη είναι εξ ίσου αισθητή: ο Ben Tillet και η Fédération Internationale des Ports et Docks ξεκινάνε κινητοποιήσεις στις αποβάθρες της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Η Ligue des Droits de l’Homme ξεκινάει μια μεγάλη κινητοποίηση διαμαρτυρίας, όλο και περισσότεροι κοινοβουλευτικοί παίρνουν θέση, μέχρι και ο επίσκοπος της Rouen, ο οποίος υπερασπίζεται τον συνδικαλιστή!
Μπροστά σε όλη αυτή την κινητοποίηση, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Armand Fallières, στις 31 Δεκεμβρίου 1910, μετατρέπει την ποινή σε επταετή φυλάκιση. Παρ’όλα αυτά, ξεσπούν νέες διαμαρτυρίες, ο αποτροπιασμός του κόσμου αυξάνεται, αφού η μετατροπή της ποινής υπονοεί ότι ο Durand παραμένει ένοχος.
Χρειάστηκε να έρθει η 16η Φεβρουαρίου του 1911, για να αφεθεί επί τέλους ελεύθερος ο Durand από τις φυλακές Bonne Nouvelle της Rouen. Δυστυχώς, δεν άντεξε την ενοχοποίησή του, τον ζουρλομανδύα και την απομόνωση: τρελάθηκε στ’αλήθεια και ποτέ πια δεν ξαναβρήκε τα λογικά του.
Όταν ξαναγύρισε στη Χάβρη, αυτός που αγαπούσε τα περιστέρια, σκότωσε τα δικά του. Η οικογένειά του και η σύντροφός του αναγκάστηκαν να τον βάλουν στο ψυχιατρείο Quatre-Mares στη Sotteville-les-Rouen, τον Απρίλιο του 1911, όπου και πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου του 1926.
Η αναψηλάφηση που ξεκίνησε το 1912 στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο και κράτησε έξη χρόνια, κήρυξε τον Jules Durand αθώο, στις 15 Ιουνίου 1918.
Και όμως, κανένας εργοδότης της Χάβρης, κανένας δικαστής, κανένας ψευδομάρτυρας δεν υπέστη την παραμικρή ενόχληση.
Φέρδερ Ρήντινγκ
1.- Πέρα από την βιβλιογραφία που αναφέρεται στο τέλος της βασικής πηγής μου, ανακάλυψα και ένα πιο πρόσφατο βιβλίο (2006): Η αποικιοκρατούμενη Χάβρη από το 1880 ως το 1960, του Claude Malon. Εκεί, πέραν των σχετικών με το θέμα μας, διαβάζουμε στην σελίδα 579 το εξής εντυπωσιακό: « … οι κομμουνιστές εκτιμούν ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί η γαλλική παρουσία στο Βιετνάμ…»2.- Για κίτρινα και κόκκινα συνδικάτα. Περισσότερα για τα «εργοδοσία-friendly» Yellow Unions, τα συνδικάτα που δεν απεργούν και δεν ζορίζουν τους εργοδότες τους. Όμως, γκουγκλίστε και μόνοι σας.(κάθε γαλάζια λέξη κι ένας σύνδεσμος)
3.- Κι εδώ άλλοι, σύγχρονοί μας καρβουνιάρηδες!