«ΚΑΤΑΠΕΛΤΗ» για τις πρακτικές του ασφαλιστικού ταμείου ΤΑΠ-ΟΤΕ αποτελεί η έκθεση που συνέταξε η υπηρεσία του γενικού επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή στα τέλη του 2010, με αφορμή καταγγελία για λήψη απόφασης αγοράς δομημένου ομολόγου το 2006, που στηρίχτηκε στην απόκρυψη στοιχείων και η οποία πάρθηκε από ένα διοικητικό συμβούλιο που συνεκλήθη χωρίς νόμιμη σύνθεση.
Πρόκειται για μία από τις πολλές υποθέσεις που δεν διερευνήθηκαν όσο έπρεπε από τις καθ' ύλην αρμόδιες αρχές, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τη Δικαιοσύνη, που ασχολήθηκαν δήθεν σε βάθος με τις υποθέσεις των ομολόγων.
Η περίπτωση ξέφυγε και από την εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή της Βουλής, που ερεύνησε το ίδιο σκάνδαλο για τυχόν πολιτικές ευθύνες. Το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
1 Η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank έστειλε φαξ στις 15/5/2006 στην αγγλική γλώσσα με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου για ενημέρωση και πιθανό ενδιαφέρον του ταμείου.
2 Το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου συνεδρίασε στις 25/5/2006 με επείγουσες διαδικασίες, εκτός ημερησίας διατάξεως και αποφάσισε ομόφωνα, με τη σύμφωνη γνώμη του εκπρόσωπου του κράτους στο διοικητικό συμβούλιο, την τροποποίηση του προϋπολογισμού του κλάδου ασθενείας (προϋπόθεση για την αγορά του ομολόγου) για ενδεχόμενη επένδυση σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ)...
3 Το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου κατά τη συνεδρίαση της 15/6/2006 αποφάσισε ομόφωνα, με τη σύμφωνη γνώμη του κρατικού εκπρόσωπου, την αγορά του ομολόγου ονομαστικής τιμής 25 εκατ. ευρώ στην τιμή των 99,6 μονάδων βάσης. Στην ίδια συνεδρίαση αποφασίστηκε και η ανάληψη των τραπεζικών εργασιών του ταμείου από την τράπεζα Eurobank (λεπτομέρεια που έχει σημασία, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου).
4 Την επόμενη ημέρα (16/6/ 2006) στάλθηκε εγγράφως από το ταμείο η επιβεβαίωση για άνοιγμα λογαριασμών μεταξύ μιας εταιρείας με το όνομα ICG GREECE και της Cyprus Deutsche Bank AG, στο Λονδίνο εκ μέρους του ΤΑΠ-ΟΤΕ.
5 Το ταμείο ζήτησε από την Τράπεζα της Ελλάδος να μεταφερθεί στον λογαριασμό του θεματοφύλακα (Eurobank), που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό των 24.962.500 ευρώ.
6 Ακυρώθηκαν ή ετέθησαν υπό διαπραγμάτευση διάφορες αποφάσεις από τον νέο πρόεδρο, που ανέλαβε στο μεταξύ (ανάμεσα σε αυτές και η ακύρωση επιλογής της Eurobank για τις τραπεζικές συναλλαγές), όχι όμως αυτή που αφορούσε στο δομημένο ομόλογο.
Συμπεράσματα
Η έρευνα που ζήτησε να γίνει ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λ. Ρακιντζής, σκοπός της οποίας (πρέπει να διευκρινιστεί) δεν ήταν να αξιολογηθεί αν η αγορά και η πορεία του ομολόγου ήταν συμφέρουσα ή το αντίθετο, αλλά εάν απεκρύβησαν στοιχεία από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τη διαδικασία και αν ήταν βάσιμα τα αναγραφόμενα στις εισηγήσεις, κατέληξε στα εξής:
Στη συνεδρίαση για την τροποποίηση του προϋπολογισμού του κλάδου ασθένειας, η διοίκηση του ταμείου γνώριζε και απέκρυψε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου το φαξ της Deutsche Bank, καθώς και τα ακριβή χαρακτηριστικά του ομολόγου που επρόκειτο να αγοράσει. Ανέφερε μόνο ότι πρόκειται για ΟΕΔ. Η γραπτή εισήγηση για την αγορά του ομολόγου, που έγινε από τον προϊστάμενο της διεύθυνσης οικονομικού Γ.Κ. (τα πλήρη στοιχεία βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας), δεν ήταν πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη, σύμφωνα με το πόρισμα, διότι δεν ανέφερε:
* Οτι είχε προηγηθεί φαξ από την Deutsche Bank με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, βάσει του οποίου έγιναν οι εισηγήσεις.
* Οτι το ομόλογο εκδόθηκε από την Deutsche Bank για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου.
* Οτι ήταν υπό διαπραγμάτευση στο εξωτερικό και όχι υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέσω της ΗΔΑΤ (Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων), όπως όλα τα ομόλογα ελληνικού Δημοσίου που αγοράζονταν μέχρι τότε από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, κάτι που προβλεπόταν από τους κανόνες επενδυτικής συμπεριφοράς.
* Η εισήγηση δεν έδινε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ταμείο είχε τη δυνατότητα να δεσμεύσει το ποσό των 25 εκατ. ευρώ για 15 χρόνια, δεδομένου ότι ήταν ελλειμματικό επί σειρά ετών.
* Η άποψη της υπηρεσίας («αν αυτό δεν κριθεί ως συμφέρον, μπορεί ο αγοραστής να το πουλήσει οποτεδήποτε») δεν είναι αιτιολογημένη, έχει καθησυχαστικό χαρακτήρα και είναι τελικά παραπλανητική, διότι αν ένα προϊόν δεν είναι συμφέρον για τον κάτοχό του και επιθυμεί να το πουλήσει, δεν είναι σίγουρο πως θα το πουλήσει στην πιο συμφέρουσα τιμή.
* Παρ' ότι υπήρχε επενδυτική επιτροπή, η οποία συνεδρίασε στις 18/5/2006 (δηλαδή τρεις ημέρες αργότερα από τις 15/5/2006, οπότε και εστάλη το φαξ της Deutsche Bank), για να αποφασίσει την αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, δεν συγκροτήθηκε για να εξετάσει και να αξιολογήσει τις προτάσεις της Deutsche Bank, παρ' όλο που επρόκειτο για επένδυση πολύ μεγαλύτερη από αυτή των αμοιβαίων κεφαλαίων.
* Οι επίμαχες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου (της τροποποίησης του προϋπολογισμού της απόφασης για αγορά του ομολόγου και της επιλογής της Eurobank) πάσχουν από ακυρότητα, γιατί ο πρόεδρος του ταμείου (Ι. Κουφόπουλος) είχε παραιτηθεί από τις 24 Φεβρουαρίου 2006. Ετσι, το διοικητικό συμβούλιο δεν είχε δικαίωμα να συνεδριάζει νομίμως και μάλιστα να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις.
* Παρά το ότι με το νέο πρόεδρο κ. Καράογλου, στη συνέχεια και τμηματικά ακυρώθηκαν αποφάσεις (όπως για παράδειγμα αυτή της επιλογής της Eurobank για την ανάληψη των τραπεζικών εργασιών του ταμείου, γιατί «ακολουθήθηκε πλημμελής διαδικασία») και έγινε επαναδιαπραγμάτευση συμφωνιών, δεν συνέβη κάτι ανάλογο για το δομημένο ομόλογο.
Στο κείμενο της απόφασης εμπεριέχεται και αναφορά του προέδρου του Ταμείου κ. Καράογλου, ο οποίος σημειώνει ότι δεν βρέθηκαν τα παραστατικά της αγοράς του ομολόγου, ούτε οι όροι της σύμβασης της αγοράς του ομολόγου ούτε η αλληλογραφία με την τράπεζα! Ο ίδιος ζήτησε από το διοικητικό συμβούλιο να εξετάσει τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης του ομολόγου (σ.σ.: είχε ήδη ξεσπάσει το σκάνδαλο), όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε, καταλήγει η έρευνα του κ. Ρακιντζή.
Το πόρισμα αποτελεί και μία απάντηση στον τότε υπουργό Οικονομίας, Γιώργο Αλογοσκούφη, και στον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Αλέξη Πιλάβιο, οι οποίοι εστίασαν το σκάνδαλο των ομολόγων στις σχέσεις χρηματιστών και ταμείων το 2007. Μέχρι τότε, όλοι γνώριζαν τα πάντα και ήταν μέσα στο παιχνίδι (Τράπεζα της Ελλάδος, εγχώριες και ξένες τράπεζες), αλλά ουδείς ασχολείτο...
http://www.enet.gr
Η περίπτωση ξέφυγε και από την εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή της Βουλής, που ερεύνησε το ίδιο σκάνδαλο για τυχόν πολιτικές ευθύνες. Το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
1 Η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank έστειλε φαξ στις 15/5/2006 στην αγγλική γλώσσα με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου για ενημέρωση και πιθανό ενδιαφέρον του ταμείου.
2 Το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου συνεδρίασε στις 25/5/2006 με επείγουσες διαδικασίες, εκτός ημερησίας διατάξεως και αποφάσισε ομόφωνα, με τη σύμφωνη γνώμη του εκπρόσωπου του κράτους στο διοικητικό συμβούλιο, την τροποποίηση του προϋπολογισμού του κλάδου ασθενείας (προϋπόθεση για την αγορά του ομολόγου) για ενδεχόμενη επένδυση σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ)...
3 Το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου κατά τη συνεδρίαση της 15/6/2006 αποφάσισε ομόφωνα, με τη σύμφωνη γνώμη του κρατικού εκπρόσωπου, την αγορά του ομολόγου ονομαστικής τιμής 25 εκατ. ευρώ στην τιμή των 99,6 μονάδων βάσης. Στην ίδια συνεδρίαση αποφασίστηκε και η ανάληψη των τραπεζικών εργασιών του ταμείου από την τράπεζα Eurobank (λεπτομέρεια που έχει σημασία, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου).
4 Την επόμενη ημέρα (16/6/ 2006) στάλθηκε εγγράφως από το ταμείο η επιβεβαίωση για άνοιγμα λογαριασμών μεταξύ μιας εταιρείας με το όνομα ICG GREECE και της Cyprus Deutsche Bank AG, στο Λονδίνο εκ μέρους του ΤΑΠ-ΟΤΕ.
5 Το ταμείο ζήτησε από την Τράπεζα της Ελλάδος να μεταφερθεί στον λογαριασμό του θεματοφύλακα (Eurobank), που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό των 24.962.500 ευρώ.
6 Ακυρώθηκαν ή ετέθησαν υπό διαπραγμάτευση διάφορες αποφάσεις από τον νέο πρόεδρο, που ανέλαβε στο μεταξύ (ανάμεσα σε αυτές και η ακύρωση επιλογής της Eurobank για τις τραπεζικές συναλλαγές), όχι όμως αυτή που αφορούσε στο δομημένο ομόλογο.
Συμπεράσματα
Η έρευνα που ζήτησε να γίνει ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λ. Ρακιντζής, σκοπός της οποίας (πρέπει να διευκρινιστεί) δεν ήταν να αξιολογηθεί αν η αγορά και η πορεία του ομολόγου ήταν συμφέρουσα ή το αντίθετο, αλλά εάν απεκρύβησαν στοιχεία από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τη διαδικασία και αν ήταν βάσιμα τα αναγραφόμενα στις εισηγήσεις, κατέληξε στα εξής:
Στη συνεδρίαση για την τροποποίηση του προϋπολογισμού του κλάδου ασθένειας, η διοίκηση του ταμείου γνώριζε και απέκρυψε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου το φαξ της Deutsche Bank, καθώς και τα ακριβή χαρακτηριστικά του ομολόγου που επρόκειτο να αγοράσει. Ανέφερε μόνο ότι πρόκειται για ΟΕΔ. Η γραπτή εισήγηση για την αγορά του ομολόγου, που έγινε από τον προϊστάμενο της διεύθυνσης οικονομικού Γ.Κ. (τα πλήρη στοιχεία βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας), δεν ήταν πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη, σύμφωνα με το πόρισμα, διότι δεν ανέφερε:
* Οτι είχε προηγηθεί φαξ από την Deutsche Bank με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, βάσει του οποίου έγιναν οι εισηγήσεις.
* Οτι το ομόλογο εκδόθηκε από την Deutsche Bank για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου.
* Οτι ήταν υπό διαπραγμάτευση στο εξωτερικό και όχι υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέσω της ΗΔΑΤ (Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων), όπως όλα τα ομόλογα ελληνικού Δημοσίου που αγοράζονταν μέχρι τότε από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, κάτι που προβλεπόταν από τους κανόνες επενδυτικής συμπεριφοράς.
* Η εισήγηση δεν έδινε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ταμείο είχε τη δυνατότητα να δεσμεύσει το ποσό των 25 εκατ. ευρώ για 15 χρόνια, δεδομένου ότι ήταν ελλειμματικό επί σειρά ετών.
* Η άποψη της υπηρεσίας («αν αυτό δεν κριθεί ως συμφέρον, μπορεί ο αγοραστής να το πουλήσει οποτεδήποτε») δεν είναι αιτιολογημένη, έχει καθησυχαστικό χαρακτήρα και είναι τελικά παραπλανητική, διότι αν ένα προϊόν δεν είναι συμφέρον για τον κάτοχό του και επιθυμεί να το πουλήσει, δεν είναι σίγουρο πως θα το πουλήσει στην πιο συμφέρουσα τιμή.
* Παρ' ότι υπήρχε επενδυτική επιτροπή, η οποία συνεδρίασε στις 18/5/2006 (δηλαδή τρεις ημέρες αργότερα από τις 15/5/2006, οπότε και εστάλη το φαξ της Deutsche Bank), για να αποφασίσει την αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, δεν συγκροτήθηκε για να εξετάσει και να αξιολογήσει τις προτάσεις της Deutsche Bank, παρ' όλο που επρόκειτο για επένδυση πολύ μεγαλύτερη από αυτή των αμοιβαίων κεφαλαίων.
* Οι επίμαχες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου (της τροποποίησης του προϋπολογισμού της απόφασης για αγορά του ομολόγου και της επιλογής της Eurobank) πάσχουν από ακυρότητα, γιατί ο πρόεδρος του ταμείου (Ι. Κουφόπουλος) είχε παραιτηθεί από τις 24 Φεβρουαρίου 2006. Ετσι, το διοικητικό συμβούλιο δεν είχε δικαίωμα να συνεδριάζει νομίμως και μάλιστα να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις.
* Παρά το ότι με το νέο πρόεδρο κ. Καράογλου, στη συνέχεια και τμηματικά ακυρώθηκαν αποφάσεις (όπως για παράδειγμα αυτή της επιλογής της Eurobank για την ανάληψη των τραπεζικών εργασιών του ταμείου, γιατί «ακολουθήθηκε πλημμελής διαδικασία») και έγινε επαναδιαπραγμάτευση συμφωνιών, δεν συνέβη κάτι ανάλογο για το δομημένο ομόλογο.
Στο κείμενο της απόφασης εμπεριέχεται και αναφορά του προέδρου του Ταμείου κ. Καράογλου, ο οποίος σημειώνει ότι δεν βρέθηκαν τα παραστατικά της αγοράς του ομολόγου, ούτε οι όροι της σύμβασης της αγοράς του ομολόγου ούτε η αλληλογραφία με την τράπεζα! Ο ίδιος ζήτησε από το διοικητικό συμβούλιο να εξετάσει τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης του ομολόγου (σ.σ.: είχε ήδη ξεσπάσει το σκάνδαλο), όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε, καταλήγει η έρευνα του κ. Ρακιντζή.
Το πόρισμα αποτελεί και μία απάντηση στον τότε υπουργό Οικονομίας, Γιώργο Αλογοσκούφη, και στον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Αλέξη Πιλάβιο, οι οποίοι εστίασαν το σκάνδαλο των ομολόγων στις σχέσεις χρηματιστών και ταμείων το 2007. Μέχρι τότε, όλοι γνώριζαν τα πάντα και ήταν μέσα στο παιχνίδι (Τράπεζα της Ελλάδος, εγχώριες και ξένες τράπεζες), αλλά ουδείς ασχολείτο...
http://www.enet.gr